- τρακάρισμα
- το столкновение, авария (автомашин и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τρακάρισμα — το, ατος 1. σύγκρουση οχήματος με άλλο, τράκα, τράκο: Φονικό τρακάρισμα. 2. συμπλοκή, τσάκωμα, άρπαγμα: Τρακάρισμα με πολύ ξύλο. 3. ξαφνική συνάντηση: Τρακάρισμα με παλιό φίλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρακάρισμα — το, Ν 1. σύγκρουση, πρόσκρουση 2. ξαφνική, αναπάντεχη συνάντηση 3. μτφ. συμπλοκή, τσακωμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρακάρω. Η λ., στον πληθ. τρακαρίσματα, μαρτυρείται από το 1814 στον Ν. Δούκα] … Dictionary of Greek
τράκα — η, Ν 1. ο ξηρός και οξύς κρότος που παράγεται από το χτύπημα μαστιγίου 2. σύγκρουση, ιδίως οχήματος, τρακάρισμα 3. φρ. α) «κάνω τράκα» ζητώ και αποσπώ χρήματα ή αντικείμενα χωρίς να τά επιστρέφω β) «κάνω τράκες» (συνήθως σχετικά με ενδυμασία)… … Dictionary of Greek
μπαρκάρισμα — το 1. επιβίβαση σε πλοίο για εργασία ή για ταξίδι 2. φόρτωση εμπορευμάτων σε πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπαρκάρω, κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. τρακάρω: τρακάρισμα)] … Dictionary of Greek
μπιζάρισμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μπιζάρω, η ανάκληση τών εκτελεστών ενός θεατρικού ή μουσικού έργου στη σκηνή για να επαναλάβουν ένα μέρος του. [ΕΤΥΜΟΛ. μπιζάρω, κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. τρακάρω τρακάρισμα)] … Dictionary of Greek
τράκο — το, και τράκος, ο, Ν 1. σύγκρουση, τρακάρισμα 2. ναυτ. συμπλοκή σώμα με σώμα πάνω στο κατάστρωμα πλοίου 3. μτφ. δριμεία επίπληξη 4. φρ. α) «έπαθε τράκο» έπαθε μεγάλη ζημιά, τόν βρήκε συμφορά β) «βάρδα τράκο» ναυτ. (ιδίως σε ιστιοφόρα) κέλευσμα… … Dictionary of Greek
γρατζουνιά — γρατζουνιά, η και γρατσουνιά, η γδάρσιμο, αμυχή του δέρματος: Είχα ένα τρακάρισμα αλλά γλίτωσα μόνο με γρατζουνιές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εμβολή — η 1. στρατιωτική εισβολή, επιδρομή. 2. (ναυτ.), α. το τυχαίο τρακάρισμα πλοίων από κακό χειρισμό, σύγκρουση. β. η πρόσκρουση πολεμικού πλοίου πάνω σε εχθρικό με το έμβολο ή την πλώρη με σκοπό την καταβύθισή του ή και η έφοδος, που ακολουθεί, του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μώλωπας — ο κάκωση του δέρματος από χτύπημα, η μελανιά: Σώθηκε από το τρακάρισμα μόνο με μερικούς μώλωπες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προφυλαχτήρας — ο 1. καθετί με το οποίο προφυλάγεται κανείς. 2. εξάρτημα για την προστασία μηχανήματος: Από το τρακάρισμα στράβωσε ο προφυλαχτήρας του αυτοκινήτου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σύγκρουση — η 1. συμπλοκή: Ήταν αναπόφευκτη η σύγκρουση των δύο στρατευμάτων. 2. «σύγκρουση καθηκόντων», περίπτωση κατά την οποία η εκτέλεση κάποιου καθήκοντος έχει ως συνέπεια την παράβαση κάποιου άλλου. 3. τρακάρισμα: Η σύγκρουση των αυτοκινήτων ήταν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)